- κοσμοφλεγής
- κοσμο-φλεγής, ές,A setting the world on fire, δαλός Eleg. ap. Jo.Sic. in Rh.6.57 W.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοφλεγής — κοσμοφλεγής, ές (Μ) αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυ φλεγής, πυρι φλεγής] … Dictionary of Greek
κοσμοφλεγής — setting the world on fire masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πυριφλεγής — ές, ΝΜΑ αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες νεοελλ. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός αρχ. αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῑς ὑστέραι»,… … Dictionary of Greek